- θύω
- (I)(ΑΜ θύω)προσφέρω θυσία, θυσιάζωνεοελλ.μτφ.1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» — μεθώ, πίνω υπερβολικάβ) «θύω στην Αφροδίτη» — παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσειςγ) «θύω και απολλύω»i. κάνω μεγάλες καταστροφέςii. παρεκτρέπομαι σε μεγάλο βαθμόαρχ.1. προσφέρω μέρος τών καρπών ή γενικώς τών τροφίμων ως απαρχή* στους θεούς2. σκοτώνω, σφάζω3. γιορτάζω κάτι με προσφορές, με θυσίες στους θεούς4. μέσ. θύομαι(για άγρια θηρία) κατασπαράσσω5. μέσ. α) τελώ θυσίαβ) εορτάζω με θυσίες («τὰ διαβατήρια θυομένοις», Θουκ.)γ) μαντεύω με εξέταση τών σπλάχνων τού θύματος6. φρ. «θύομαι ἐπί τινι ἢ ἐπί τι(να)» — ζητώ να λάβω μαντεία για κάτι (α. «θυομένω ἐπί Κρότωνα» — ενώ θυσίαζε ζητώντας να λάβει μαντεία για την εκστρατεία κατά τού Κρότωνος, Ηρόδ.β. «έθύετο έπ' έξόδω» — ζητούσε να λάβει μαντεία προκειμένου να εξέλθει, Ξεν.)7. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. και παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ θυόμενα και τὰ τεθυμένα (ενν. Ιερά)οι σάρκες τών θυμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *dhw- τής ΙΕ ρίζας dheu- «διασκορπίζω, στροβιλίζω» και συνδέεται με το λατ. suf-fio «υποκαίω, θυμιώ» (< *dhw- + παρέκταση -i-). Στα παρ. τού θύω (I) εμφανίζονται επί πλέον δύο παρεκτεταμένα θέματα, ένα σιγμόληκτο (πρβλ. θυσ-μικός) και ένα ερρινόληκτο (πρβλ. θυμιάω/-ώ) που αντιστοιχεί στο θ. τού λατ. fumus, τού αρχ. ινδ. dhūma- και τού αρχ. σλαβ. dymŭ, όλα με τη σημασία «καπνός». Το ρ. θύω (I) θα πρέπει να σήμαινε αρχικά «καπνίζω, παράγω καπνό» και συγγενείς τ. με τη σημασία αυτή απαντούν σε πολλές ΙΕ γλώσσες. Θρησκευτικού χαρακτήρα σημασίες το ρ. προσέλαβε μόνο στην Ελληνική. Για τη σχέση του με το θύω (ΙΙ) βλ. το τελευταίο.ΠΑΡ. θύμα, θυμιώ, θυσία, θύτηςαρχ.θυηλή, θυμέλη, θύον, θύος, θυσμικός, θυστάς, θύστας, θυστήριος, θύστρα, θυτήρ.ΣΥΝΘ. αρχ. αναθύω, αντεπιθύω, αντιθύω, αποθύω, εκθύω, ενθύω, επιθύω, καταθύω, μεταθύω, προθύω, συγκαταθύω, συνθύω].————————(II)θύω (Α)1. (για πνοή ανέμου και για υδάτινο, θαλάσσιο ή ποτάμιο ρεύμα)κινούμαι βίαια, τρέχω ορμητικά (α. «Ζέφυρος μεγάλη σὺν λαίλαπι θύων», Ομ. Οδ.β. «ἔνθορε μέσσῳ κρημνοῡ ἀπαΐξας, ὁ δ' ἐπέσσυτο οἴδματι θύων» — χυμώντας απ' την όχθη πήδησε στού ποταμού το μέσο, κι αυτός όρμησε τρέχοντας με κύμα φουσκωμένο, Ομ. Ιλ.)2. μαίνομαι, είμαι μανιασμένος, βράζω («θύουσαν Ἅιδου μητέρα», Αισχύλ.)3. (με απαρμφ.) επιθυμώ σφοδρά («θύω ἐνισπεῑν», Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο παράλλ. τ. τού ενεστ. θύνω (< *θύ-νF-ω, και ο πρτ. εθύνεον < *ε-θυνεF-ον) μπορεί να θεωρηθεί αντίστοιχος τού αρχ. ινδ. dhū-no-ti «σείω», οπότε το ρ. θα μπορούσε να αναχθεί στη μηδενισμένη βαθμίδα *dhw- τής ΙΕ ρίζας *dheu- «διασκορπίζω, στροβιλίζω». Ο άλλος παράλληλος τ. τού ενεστ. θυίω (< *θυσ-γω) προέρχεται από παρεκτεταμένο θ. θυσ- που εμφανίζεται και σε ορισμένα παρ. (βλ. κατωτέρω) και συνδέεται πιθ. με το λατ. furo «μαίνομαι». Η ύπαρξη παρ. με θ. σιγμόληκτο (πρβλ. θυσ-τάς) και ερρινόληκτο (πρβλ. θύνος) και η πιθ. αναγωγή τού ρ. στη μηδενισμένη βαθμίδα *dhw- τής ΙΕ ρίζας *dheu-, χαρακτηριστικά και τού θύω (I)*, καθώς και ορισμένοι τ. που μπορούν να θεωρηθούν παρ. είτε τού ενός ρ. είτε τού άλλου (πρβλ. θυστάς, θυστήριος), αποτελούν ενδείξεις ότι το θύω (I) και (ΙΙ) συνέπιπταν αρχικά σε ένα και μόνο ρήμα, που στη συνέχεια διασπάστηκε και διαφοροποιήθηκε μορφολογικά και σημασιολογικά. Η διαφοροποίηση αυτή, ωστόσο, παρουσιάζει αρκετά δυσερμήνευτα σημεία, έτσι ώστε κανένα συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί με βεβαιότητα.ΠΑΡ. θύελλααρχ.θυία, θυ(ι)άς, Θυῖος, θύνος, θύσις, θυστάς, θυστήριος, θυώ, Θυώνη.ΣΥΝΘ. αναθύω, επιθύω, υπερθύω].
Dictionary of Greek. 2013.